- ἑνίζει
- ἑνίζωto be a partisan of the Onepres ind mp 2nd sgἑνίζωto be a partisan of the Onepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνίζει — ἐνίζω to set in pres ind mp 2nd sg ἐνίζω to set in pres ind act 3rd sg ἐνίζω to set in pres ind mp 2nd sg ἐνίζω to set in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… … Dictionary of Greek